- ἀναρριχώμενος
- ἀναρριχάομαιclamber up with the hands and feetpres part mp masc nom sgἀναρριχάομαιclamber up with the hands and feetpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλταδόρος — ο, Ν 1. αυτός που κάνει πηδήματα και, κυρίως, αυτός που μπορεί να κάνει μεγάλα άλματα 2. αυτός που πηδά και ανεβαίνει σε κινούμενο όχημα για να κλέψει («σαλταδόρος τής γερμανικής κατοχής») 3. συνεκδ. κλέφτης 4. μτφ. ο αναρριχώμενος σε υψηλές… … Dictionary of Greek
σινομήνιο — το, Ν βοτ. αναρριχώμενος θάμνος με ωραία άνθη, καλλωπιστικό φυτό τής Άπω Ανατολής … Dictionary of Greek
σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… … Dictionary of Greek
στρύχνος — (solanum). Γένος φυτών (δέντρων, δεντρυλλίων ή θάμνων) της οικογένειας των Λογανιιδών (δικοτυλήδονα). Ο στρύχνος του Ιγνάτιου είναι ένας αναρριχώμενος θάμνος, ιθαγενής των Φιλιππίνων, του οποίου τα σπέρματα (τα κουκιά του αγίου Ιγνάτιου)… … Dictionary of Greek
τετράστιγμα — το, Ν βοτ. αναρριχώμενος θάμνος τής κεντρικής και τής μεσημβρινής Ασίας … Dictionary of Greek
κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος — (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος,… … Dictionary of Greek